- κάρβωνα
- κάρβωνcarbomasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek
Κίμβροι — Αρχαίος γερμανικός λαός. Κατοικούσε στη χερσόνησο που ονομαζόταν Κιμβρική (τη σημερινή Γιουτλάνδη της Δανίας), κοντά στη Βαλτική θάλασσα. Αρχικά οι Κ. συγχέονταν με τους Κέλτες, αργότερα όμως οι μελετητές τούς κατέταξαν στα γερμανικά φύλα. Οι Κ.… … Dictionary of Greek